- πισωκωλώνω
- Ν1. οπισθοχωρώ με τα νώτα1. (μτβ.) αναγκάζω κάποιον να οπισθοχωρήσει χωρίς να στρέψει τα νώτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσω + κώλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πισωκώλωμα — το, Ν [πισωκωλώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πισωκωλώνω, οπισθοχώρηση με τα νώτα … Dictionary of Greek